-
1 κατοπιν
Iadv. [ὄψ]1) сзади, позади(διώκειν τινά Xen.)
2) после, затемἡ κ. ἡμέρα Polyb. — следующий день
II1) позади, (вслед) за(κ. δὲ ἡμῶν ἐπεισῆλθον ὅ Ἀλκιβιάδης Plat.)
2) после(κ. ἑορτῆς Plat.)
-
2 κατόπιν
κατόπινbehind: indeclform (adverb) -
3 κατόπιν
A behind, after, Hp.Mul.1.12, Th.4.32, X.Cyr. 1.4.21: c.gen., Ar.Eq. 625, Pl.Prt. 316a;κ. ἐπὶ τῷ στόλῳ Plb.1.50.5
;ἐκ τῶν κ. Id.2.67.2
: metaph., κ. χωρεῖν τῶν εἰργασμένων fall short of, fail in describing, Chor.p.23 B.II of Time, after, hereafter, f.l. in Thgn.280;εὐθὺς κ. Thphr.HP7.13.7
; κ. ἑορτῆς ἥκομεν 'too late for the fair', Pl.Grg. 447a; ἡ κ. [ἡμέρα] Plb.1.46.7, Phld.Ind.Sto.19;ὁ κ. ἐνιαυτός Plu.Cam.43
;σε μένει καὶ κ. δάκρυα AP9.70
(Mnasalc.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατόπιν
-
4 κατόπιν
κατ-όπισθε, u. κατ-όπιν, (1) vom Ort: hinterher, hinterdrein, im Rücken. (2) von der Zeit: hintennach, in Zukunft; κατόπισϑε λιπέσϑαι, nachgelassen werden, hinterbleiben. (3) vom Range; ἁ δ' ἀρετὰ κατόπισϑεν ϑνατοῖς ἀμελεῖται, wird hintenangesetzt und vernachlässigt -
5 κατόπιν
subsequentlyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κατόπιν
-
6 Κάνει τον έξυπνο κατόπιν εορτής
– Του Ρωμιού η γνώση ύστερα του 'ρχεται• Задним умом крепок• Мужик задним умом крепокИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάνει τον έξυπνο κατόπιν εορτής
-
7 κατ-όπιν
κατ-όπιν, = Folgdm, nach Moeris attisch für das hellenistische ὄπισϑεν; Theogn. 280; Hippocr.; κατόπιν τούτους ἐδίωκον Xen. Cyr. 1, 4, 21; öfter bei Pol. u. Sp.; – τινός, Ar. Equ. 625; Plat. Prot. 316 a; Plut. Camill. 34 u. Sp.; ἡμέραν τῆς μάχης τὴν κατόπιν D. Hal. 3, 22; vgl. Pol. 1, 46, 7.
-
8 κατοπισθε
-
9 κατοπισθεν
-
10 εορτή
η праздник, торжество, празднество;ονομαστική εορτή — именины;
εθνική εορτή — национальный праздник;
§ κατόπιν εορτης — слишком поздно;
έρχομαι κατόπιν εορτής — приходить X шапочному разбору
-
11 ἐφίστημι
A causal in [tense] pres., [tense] impf., [tense] fut., and [tense] aor. 1 (also in the later [tense] pf. and [tense] plpf. ἐφέστᾰκα, ἐφεστάκειν [ᾰ], v. infr. 11.1, VI. 2):I set, place upon,τεῖχος τείχει Th.2.75
;τι ἐπί τινος Pl.Criti. 116a
;τι ἐπί τινι X.HG3.1.7
;ὅρους ἐπὶ οἰκίαν D.41.6
: metaph.,ἐ. τὴν ἐκεῖ μοῖραν βίῳ Pl.R. 498c
;ἀνάγκην τινί D.H.1.16
.II set over, ;φύλακ' ἐπέστησεν βοτ Id.Supp. 303
;ἐ. τινὰ ὕπαρχόν τισι Hdt.5.27
;τινὰ παιδαγωγόν τινι Pl. Alc.1.122b
, cf. X.Lac.2.1;τινὰ πεντηκοντόρῳ Id.An.5.1.15
;τινὰ τοῖς πράγμασι Isoc.2.27
; ;ἐπὶ [συμμάχων] τινά Plb.2.65.9
;ἐφεστάκει τινὰς πρὸς χρείαν Id.10.20.5
;κύνα ἐπὶ ποίμνην D.26.22
;τινὰ ἐπὶ τὰς εὐθύνας Id.18.112
: c. inf.,βουλὴν ἐπιμελεῖσθαι τῆς εὐκοσμίας Isoc.7.37
:—[voice] Pass., to be appointed, instituted, PTeb.61 (b).358 (ii B. C.), etc.2 bring in,ἡ τύχη ἐπιστήσασα Ῥωμαίους Plb.15.20.6
; Φίλιππον ἐ. τοῖς πράγμασι to let him have a hand in the business, D.19.34.3 bring in, cause, occasion,κατάπληξίν τισι D.S.14.62
; κίνδυνον, ἀγῶνά τινι, App.Hann.55, Syr.10;ἡ τύχη λοιμικὴν διάθεσιν ἐπέστησε Γαλάταις Plb.2.20.7
.III set up, establish,ἀγῶνα Hdt.1.167
, 6.38: c. acc. et inf., ordain, prescribe,ὁ νόμος ἐφίστησι τὰ λοιπὰ κρίνειν τοὺς ἄρχοντας Arist.Pol. 1287a26
; ἐπιστήσατε quid facere debeamus, Plin.Ep.6.31.12.IV set by or near to,ἐπιστήσαντες κύκλῳ τὸ σῆμα ἱππέας Hdt.4.72
; esp. place in rear, of troops,τὴν φάλαγγα τούτοις κατόπιν ἐ. Plb.1.33.6
, cf. 1.26. 14.V stop, cause to halt,ἐπιστῆσαι τὸ στράτευμα X.Cyr.4.2.18
; τὴν ὁδόν, τὴν πορείαν, D.S.17.112, Plu.Cim.1;τοὺς ἱππέας τοῦ πρόσω Arr.An.5.16.1
; ἐ. τὴν ὁρμήν check it, Plb.16.34.2; τὴν διήγησιν interrupt it, Id.7.11.1; check,ἔμμηνα Dsc.1.125
, cf. POxy.1088.20 (i A. D.): abs., ἐπιστήσας (sc. ἑαυτόν) having halted, X.An.1.8.15:—[voice] Pass., to be checked, stopped, PPetr.2p.62 (iii B. C.);ἐὰν ἐφίστηται ἡ κοιλία Sor.1.122
.VI ἐφίστημι τὴν διάνοιαν κατά τι, περί τινος, fix one's mind upon it, attend to it, Isoc.9.69, Arist.Metaph. 987b3, Thphr. Char.Prooem., etc.;τὴν σκέψιν περί τινος Arist.Metaph. 1090a2
; ;τὸν νοῦν τινι D.S.12.1
;αὑτὸν ἐπιστήσας ἐπί τι Arist.Top. 135a26
: ἐπιστῆσαι abs., give attention,τούτοις ἐπιστήσαντες Id.Mu. 391a26
;περί τινος Id.GC 315b18
; ;ἐπί τι Plb.1.65.5
, etc.; ἐπιστήσασι μᾶλλον λεκτέον one must speak with more care and accuracy, Arist.Pol. 1335b3, cf. EN 1144a22;πότερον.. ἤ Jul.
ad Them.265b; ὅτι .. Sor.1.97 (hence ἐπίσταμαι, ἐπιστήμη, qq.v.).2 c. acc. pers., arrest the attention of, Plu.TG17, cf. 2.17e, Gal.18(2).105; ἐπιστῆσαί τινα ἐπί τι call his attention to, Plb. 2.61.11, cf. 4.34.9; τοῦ καιροῦ τοῦ κατὰ τὴν διήγησιν ἐφεστακότος ἡμᾶς ἐπί τι having led us to.., Id.10.21.2, cf. 31.23.1: hence, object, Plot. 1.4.5.B intr. in [voice] Med. and [voice] Pass., ἐφίσταμαι, [tense] aor. 1 ἐπεστάθην [S.] Fr. [1127.5], E.Hipp. 819, IT 1375, etc., with [tense] pf., [tense] plpf. ([dialect] Aeol. [tense] plpf. [ per.] 3sg. (Cyme, ii B. C.): [dialect] Dor. [tense] plpf. [ per.] 3pl. ἐφεστάκεον [ᾱ] SIG241.146 (Delph., iv B. C.)), and [tense] aor. 2 [voice] Act.: (the causal tenses are not found in Hom., the [voice] Med. or [voice] Pass. only in [tense] impf.ἐφίστατο Il.11.644
; elsewh. always [tense] aor. 2 or [tense] pf. [voice] Act. with [dialect] Ep. inf.ἐφεστάμεναι Od.24.380
):— stand upon,τεῖχος.. ῥύατ' ἐφεσταότες Il.18.515
;πύργῳ ἐφεστήκει 6.373
;δίφρῳ ἐφεσταότος 17.609
, etc.;ἐπέστη βηλῷ ἔπι λιθέῳ 23.201
;ἡ.. ἐπισταθεῖσα ὀρθή Arist.Metaph. 1051a28
;ἐπὶ τὰς.. σχεδίας Plb.3.46.8
.3 stand on the top or surface, τὸ ἐπιστάμενον [τοῦ γάλακτος], i. e. cream, Hdt.4.2;λιπαρότητες ἄνω ἐφιστάμεναι Hp.Prog.12
; ἐ. καθάπερ ὀρρὸς [γάλακτι] Dsc.1.72; of vapour, form, Arist.Juv. 469b31.II to be set over,ἐφίσταται πύλαις A.Th. 538
; ;οἷοι νῷν ἐφεστᾶσι σκοποί S.Aj. 945
;ἄρχοντες ἐφ' ἑκάστῳ μέρει ἐ. X. Hier.9.5
; ;ἐπὶ τῆς πολιτείας D.19.298
: rarely c. gen.,τὸν ἐπεστεῶτα τῆς διώρυχος Hdt.7.117
;ὅσοι θεοῦ χρημάτων ἐφέστασαν E.Andr. 1098
: abs. in part., ὁ ἐφεστηκώς the person in authority, the officer in command, X.Oec.21.9; οἱ ἐφεστῶτες, [dialect] Ion. οἱ ἐπεστεῶτες, Hdt.2.148, S.Aj. 1072, X.Mem.3.5.19.III stand by or near,ὣς πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοισιν Il.13.133
; ἐπ' ἄκρῳ χείλει ἐφεσταότες, ἐ. παρὰ τάφρῳ, 12.52, 199;θύρῃσιν ἐφίστατο 11.644
; ἐπὶ τὰς πύλας, ἐπὶ τὰς θύρας, Hdt.3.77, Pl.Smp. 212d;ἐπὶ τοῖς προθύροις Id.Phlb. 64c
; esp. of dreams or visions, appear to,εὕδοντι ἐπέστη ὄνειρος Hdt.1.34
, cf. 7.14;ὄναρ κεφαλῆφιν ἐπέστη Il.10.496
;ἐπιστᾶσα τῆς νυκτός Isoc.10.65
;ἄγγελος ἐπέστη αὐτοῖς Ev.Luc.2.9
: abs., stand by, Hdt.3.78;πολλῶν ἐφεστώτων App.Syr.10
;ἤμην ἐφεστώς Act.Ap.22.20
;οἱ λέβητες ἐπεστεῶτες Hdt.1.59
;ὁ ἀντίδικος ἐφέστηκε Pl.Tht. 172e
, cf. Aeschin.3.79; without hostile sense, , cf. Ev.Luc.2.38, etc.; of troops, to be posted after or behind,κατόπιν ἐ. τοῖς θηρίοις Plb.16.18.7
.2 in hostile sense, stand against,τὰ φρονέοντες ἐφέστασαν ἀλλήλοισιν Il.15.703
, cf.5.624;ἔνθα μένος πνείοντες ἐφέστασαν Od.22.203
, cf. 24.380; appear before, of an army,ἐπὶ τῇ πόλι Hdt.4.203
;ἐπὶ τὸ βασίλειον Isoc.9.58
; come upon suddenly or by surprise, Th.8.69;ἐξαίφνης ἐπιστὰς τοῖς γιγνομένοις Isoc.8.41
, cf. D.6.5, Luc.DDeor.17.1;εἰς τοὺς ὄχλους Isoc.18.9
; so of events, etc.,αἰφνίδιος αὐτοῖς ἐ. ὄλεθρος 1 Ep.Thess.5.3
, cf. Ev.Luc.21.34;διὰ τὸν ἐφεστῶτα ζόφον Plb.18.20.7
;διὰ τὸν ὑετὸν τὸν ἐφεστῶτα Act.Ap.28.2
.3 metaph., of events, spring upon one, occur, , cf. Th.3.82; in [tense] pf., impend, be at hand,τὸν ἐφεστηκότα κίνδυνον τῇ πόλει D.18.176
;ὁ καιρός.. ἐφέστηκε 2 Ep.Ti.4.6
;περὶ τοῦ βασιλέως.. ὁ λόγος ἐφέστηκε νῦν Arist.Pol. 1287a2
, cf. Metaph. 999a25; of a more remote future, to be in store, lie in wait for,κῆρες ἐφεστᾶσιν θανάτοιο Il.12.326
.IV halt, stop, as in a march,ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε ἐφιστάμενος X.An.2.4.26
(cf. A. V);ἐπιστὰς περιέμεινα Pl.Smp. 172a
: c. gen.,ἐ. τοῦ πλοῦ Th.2.91
.V fix one's mind on, give one's attention to, ;τῇ τρύγῃ PFlor.236.4
(iii A. D.);ἐπί τι Isoc.10.29
, D.18.60;τοῖς πράγμασιν.. ἐπιστάντες Id.4.12
; ἐπιστάς abs. (sc. τοῖς πράγμασι), Id.18.233;διὰ ταῦτ' ἐγρήγορεν, ἐφέστηκεν Id.6.19
.C [tense] aor. 1 [voice] Med. in causal sense, set up,τὰς θύρας X.Ages.8.7
; set, post,φρουροὺς ἐπεστησάμην Id.Cyr.8.2.19
; τέλος ἐπιστήσασθαι, Lat. finem imponere, Pl.Lg. 802a: [tense] pres. is once so used, τοῦ με τήνδ' ἐφίστασαι βάσιν; why dost thou cause me to halt? S.Tr. 339.2 ἐπιστησάμενος, intr., having been ἐπιστάτης, IGRom.4.1265 ([place name] Thyatira).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφίστημι
-
12 ἐπ-εις-έρχομαι
ἐπ-εις-έρχομαι (s. ἔρχομαι), 1) noch dazu, hinterdrein hineingehen, hineinkommen; πόλιν, in die Stadt, Eur. Ion 813; δόμοις 851; absolut, Her. 4, 154, von der zweiten Frau (vgl. ἐπειςάγω); κατόπιν ἠμῶν ἐπειςῆλϑον Plat. Prot. 316 a; ἔξωϑεν Tim. 81 c; τινί, zu Jem., Thuc. 8, 35; εἰς τὸ χωρίον Dem. 47, 53; – ἐπειςέρχεται τὰ πάντα, es wird Alles hineingeschafft, Thuc. 2, 38. – 2) dabei einfallen, in den Sinn kommen, τὸ ἔπος τινά Luc. V. H. 2, 42; ἔννοια πολλοῖς ἐπειςῆλϑεν Plut. gen. Socr. 16.
-
13 ακολουθεω
1) следовать (за), идти, идти вслед (за), провожать, сопровождать(τινι Arph., Plat., Luc., μετά τινος Lys., Isocr., Plat., σύν τινι Xen., κατόπιν τινά Arph., реже τινα Men.)
ἀ. ἐπί, εἴς и πρός τι Thuc., Dem.; — сопровождать к чему-л. (куда-л.);οἱ ἀκολουθοῦντες Plut. — сопровождающие, свита2) следовать (примеру и т.п.), сообразоватьсяἀκολουθῆσαι τῇ γνώμῃ Thuc. — присоединиться к (чьему-л.) мнению;
οὐκ ἀ. τοῖς πράγμασιν, ἀλλ΄ ἔμπροσθεν εἶναι τῶν πραγμάτων Dem. — не следовать за событиями, а быть впереди их (т.е. управлять ими);τοῖς καιροῖς ἀ. Dem. — сообразоваться с обстоятельствами;τοῖς εἰρημένοις ἀ. Plat. — придерживаться сказанного3) следитьἀ. τῷ λόγῳ Plat. — следить за ходом рассуждения
4) следовать, подражать(τινι Arst., Luc.)
5) следовать, вытекатьδυοῖν ὄντων, ἀκολουθεῖ τὸ ἓν εἶναι Arst. — если существует двойка, то (отсюда) следует, что существует и единица
-
14 εορτη
дор. ἑορτά, ион. ὁρτή ἥ1) праздник, празднество(τῶν Παναθηναίων Dem.)
ἑορτέν ποιεῖν τινι Thuc. — справлять праздник в честь кого-л.;ἐν (ταῖς) ἑορταῖς Plat. — во время праздника;κατόπιν ἑορτῆς ἥκειν погов. Plat. — прийти после праздника, т.е. слишком поздно2) забава, развлечение Aesch., Thuc. -
15 επεισερχομαι
ион.-староатт. ἐπεσέρχομαι1) входить (вслед за кем-л.), вступать, проникать(δόμοις и δῶμα Eur.; εἰς τὸ χωρίον Dem.)
ὅταν ἐν συλλόγῳ τινὴ γένηται σιωπή, τὸν Ἑρμῆν ἐπεισεληλυθέναι λέγουσιν Plut. — если среди какой-л. беседы воцарится молчание, говорят, что вошел Гермес2) быть ввозимым, импортироваться(ἐκ πάσης γῆς Thuc.)
3) приходить в голову, вспоминатьсяἔννοια πολλοῖς ἐπεισῆλθην, ὡς … Plut. — многих осенила мысль, что … -
16 ανησυχήσαμε!
Κάθε ανησυχήσαμε!ο! мы Вас потревожили! — Нисколько (или Напротив);άλλ· αντ· ανησυχήσαμε!ων — бессвязная речь, чепуха;
λέγω άλλ· αντ· ανησυχήσαμε!ων — говорить ерунду, нести чепуху;
χωρίς ( — или δίχως — или τό δίχως) ανησυχήσαμε!ο — непременно, обязательно; — безотлагательно, срочно;
δίχως ανησυχήσαμε! θα φύγω αύριο — завтра я непременно уеду;
τό δίχως ανησυχήσαμε!ο να μού επιστρέψεις το βιβλίο — обязательно верни мне книгу;
απ' τη μιά..., απ· την ανησυχήσαμε!η... — с одной стороны..., а с другой стороны...;
εξ ανησυχήσαμε!ου — к тому же, кроме того;
μεταξύ ανησυχήσαμε!ων — между прочим;
ανησυχήσαμε! τόσος — в два раза больший;
ανησυχήσαμε!οι τόσοι — ещё столько же;
ανησυχήσαμε!ο τόσο να... — чуть было не...;
ανησυχήσαμε!ο τόσο να σε πίστευα — я чуть было не поверил твоим словом;
ανησυχήσαμε!ο πάλι (αυτό) — хорошенькая история!, хорошенькое дело!, вот ещё новость!;
τίποτε ανησυχήσαμε!ο — а) ничего больше; — б) что-л, ещё;
τίποτε ανησυχήσαμε!ο παρά... — не что иное, как;
ανησυχήσαμε!ο τίποτε! — сколько угодно!;
εδώ από χασομέρηδες ανησυχήσαμε!ο τίποτε — здесь полно бездельников;
ανησυχήσαμε!α λόγια βρε παιδιά — переменим разговор;
αυτό είναι αλλουνού παπά βαγγέλιο а) это из другой оперы; б ) это не в моей компетенции;ανησυχήσαμε!οι σκάφτουν και κλαδεύουν κι' ανησυχήσαμε!οι πίνουν και μεθάνε — посл, одни сажают, а другие плоды пожинают;
ανησυχήσαμε!α λογαριάζει ο γάιδαρος κι· ανησυχήσαμε!α ο γαϊδουριάρης — или ανησυχήσαμε!οι μεν βουλαί ανθρώπων ανησυχήσαμε!α δε θεός κελεύει — посл, человек предполагает, а бог располагает;
ανησυχήσαμε!α τα μάτια τού λαγού κι· ανησυχήσαμε!α της κουκουβάγιας посл ≈ — то, да не то;
Федот, да не тот;2. (ο) 1) кто-то; кто-нибудь;ανησυχήσαμε!οι μεν..., ανησυχήσαμε!οι δε — кто... кто...; — одни... другие...;
ανησυχήσαμε!οι διαβάζουν ανησυχήσαμε!οι γράφουν — кто читает, кто пишет;
ανησυχήσαμε! δεν θέλει να εργασθεί πώς θα τον εξαναγκάσεις; — если кто-то не хочет работать, разве его заставишь?;
2) другой; иной;κάποιος ανησυχήσαμε! — кто-то другой;
καί ο ένας και ο ανησυχήσαμε! — и тот и другой;
ούτε ο ένας ούτε ο ανησυχήσαμε! — ни один ни другой;
ο ένας... ο ανησυχήσαμε!... — один... другой...;
φροντίζω γιά τούς ανησυχήσαμε!ους — заботиться о других;
σ' ανησυχήσαμε!ον αυτό μπορεί να μην αρέσει — иному это может не понравиться;
ο ένας μετά τον ανησυχήσαμε!ον — или ο ένας κατόπιν τού ανησυχήσαμε!ου — или ο ένας πίσω απ· τον ανησυχήσαμε!ο — друг за другом, один за другим;
ο ένας από τον ανησυχήσαμε!ον — друг от друга;
ο ένας στον ανησυχήσαμε!ον — друг другу;
ο ένας τον ανησυχήσαμε!ον — или ο μιά την ανησυχήσαμε!η — или τό ένα το ανησυχήσαμε!ο — друг друга, один другого;
ο ένας γιά τον ανησυχήσαμε!ον — друг о друге;
ο ένας κοντά στον ανησυχήσαμε!ον — а) один около другого, друг около друга; — б) один за другим, друг за другом;
ο ένας επάνω στον ανησυχήσαμε!ο — один на другом, друг на друге;
ο ένας ενάντια στον ανησυχήσαμε!ο — или ο ένας κατά τού ανησυχήσαμε!ου — друг на друга, друг против друга, один против другого;
ο ένας με τον ανησυχήσαμε!ο (η μιά με την ανησυχήσαμε!η, το ένα με το άλλο) — а) друг с другом;
б) в среднем;τα καρπούζια μου κοστίζουν μιά δραχμή το ένα με το ανησυχήσαμε!ο — мои арбузы стоят в среднем по одной драхме за штуку
-
17 εκείνος
η, ο, (ε)κειός, ά, ο αντων.1) тот; τω καιρώ εκείνω в то время;εκείνος εκεί ( — или εκείν δα) — вон тот;
μην ξεχνάς εκείνο πού σού είπα — не забывай того, что я тебе сказал;
τί καλά χρόνια ήταν εκείνα! — какое это было чудесное время!;
τί ήταν εκείνο το κακό πού μάς βρήκε! — какое несчастье нам пришлось тогда пережить!;
ο μέγας εκείνος ποιητής — этот выдающийся поэт;
2) он;εκείνος είναι — это он;
§ εξ εκείνου ( — или απ' εκείνου) — с того времени, с того момента;
μετ' εκείνα — или κατόπιν εκείνων — после этого
-
18 ένα
με... быть заодно с...;2. αντων. (употр, с артиклем) один; каждый;ο ένα τον άλλο — один другого, друг друга;
ο ένα μετά τον άλλο — или ο ένα κατόπιν τού άλλου — один за другим;
ο ένα... ο άλλος — один... другой...;
δεν ακούω τον ένα και τον άλλο никого не слушаю;ο ένα με τον άλλο — друг с другом;
§ απ' τη μιά..., απ' την άλλη... с одной стороны..., с другой стороны...;ένα καν κανένας — погов, один в поле не воин;
3. αρθρ. (обычно не переводится) некто, некий, какой-то;μιά φορά κι' έναν καιρό ήταν ένας γέρος και μιά γριά жили-были старик со старухой -
19 έξυπνος
-
20 έρχομαι
(αόρ. ήλθα, ήρθα и ήρτα — μέλλ. θα έλθω, έρθω, ερτω—προστ. έλα, ελατέ, ελθέ, έλθετε) αμετ.1) идти (откудаέρχл.); приходить; прибывать, приезжать; έλα εδώ иди сюда; θάρθει με το βραδυνό τραίνο он приедет вечерним поездом;έρχομαι πρώτος (δεύτερος, τρίτος) — а) приходить, прибывать первым (вторым, третьим); — б) занимать первое (второе, третье) место;
δεν ήρθε γιά καλό ничего хорошего не жди от его приезда;2) возвращаться; 3) приходить (в какое-л. состояние);έρχομαι στα συγκαλά μου ( — или στον εαυτό μου) — приходить в себя, успокаиваться;
4) приходить, появляться (об обычае, слове, выражении);5) подходить, приближаться, наступать;τον είδα να έρχεται προς το μέρος μου — я видел, как он направился ко мне;
μας ήρθε ο χειμώνας наступила зима;έρχεται μπόρα — приближается гроза;
έρχεται βροχή — собирается дождь;
6) появляться;έρχομαι στον κόσμο — появляться на свет;
έρχομαι εις φως — обнаруживаться;
έρχομαι εις γνώσιν — становиться известным;
7) охватывать, внезапно овладевать;του ήρθε ζάλη у него закружилась голова; του ήρθε πυρετός у него поднялась температура; του ήρθε ΰπνος им овладел сон, он заснул; του ήρθε ο οίστρος к нему пришло вдохновение; μου ήρθε κόλπος я был ошеломлён; 8) απρόσ. мне хочется; μούρχονται γελοία или μοδρχεται να γελάσω меня разбирает смех; μούρχεται να κλάψω мне хочется плакать; δε μούρχεται να τον πικράνω мне не хочется его огорчать; μοδρχεται όρεξη να κάνω κάτι мне хочется сделать что-л.; 9) попадать (в какое-л. положение);έρχομαι εις αμηχανίαν — попадать в затруднительное положение;
10) перен. доходить до...; докатываться до... (разг);έρχομαι εις ρήξιν — доходить др разрыва, порывать;
έρχόμαστε σε λόγια (στα χέρια) — доходить до ссоры (до драки);
11) переворачиваться (падая);ήρθε κορώνα монета упала «орлом»; 12) перен. оборачиваться, поворачиваться (о делах, событиях);πού ξέρεις πώς έρχονται καμμιά φορά τα πράματα! — кто знает, как могут обернуться дела!;
13) идти, быть к лицу; подходить, годиться;καλά της έρχεται το φόρεμα — это платье ей к лицу;
14) соглашаться;ήρθε στα λόγια μου он согласился со мной;δεν έρχεται σε λογαριασμό — с ним не договоришься, с ним трудно договориться;
15) приходить (к чему-л.);έρχ να πιστέψω — приходить к убеждению;
16) хотеть, собираться;διά της παρούσης μου έρχομαι να σας αναγγείλω ότι... — настоящим я хочу уведомить вас, что...;
πρώτον έρχομαι να ερωτήσω γιά την καλή σας υγεία — сначала я хочу осведомиться о вашем здоровье (формула в начале письма);
§ έρχομαι κατόπιν ( — или μετά, υστέρα)... — следовать за...;
έρχομαι πρίν ( — или προηγούμενα, πρώτα) — предшествовать;
έρχώς ( — или ίσαμε) — доходить до..., достигать (какого-л. предела, уровня);
μου έρχεται ως τούς ώμους — он мне по плечо;
τό φουστάνι της έρχεται ως τα γόνατα — юбка доходит ей до колен;
έρχομαι στα πράματα — приходить к власти;
έρχομαι σε βοήθεια — приходить на помощь;
έρχομαι στο κέφι — слегка пьянеть;
καλώς ήλθες (или ήλθατε)! добро пожаловать!;ήρθε καπάκι это как раз то, что надо; ήρθε η ώρα να... пришло время, настал момент, пробил час; λέει ό,τι τούρθει он говорит всё, что придёт ему в голову; όλα ανάποδα μας ήρθαν(ε) всё у нас пошло шиворот-навыворот; τί μοΰρθε να το κάνω αυτό; зачем я это сделал?; τί σούρθε να πας; зачем ты поехал?; μοΰρθε στο νού я вспомнил, мне пришло на ум; μούρχεται άλλο πράμα мне трудно сказать, что со мной; τί σού ήλθε; что на тебя нашло?;πάει κ' έρχεται — быть сносным, терпимым, подход'ящим (о человеке, предмете);
πάει (или συ ρε) κ' έλα туда и обратно;εισιτήριο 'πάει κ' έλα билет туда и обратно; τό (τα) πήγαιν' έλα или τό (τα) σύρε κ' έλα хождение взад и вперёд; έλα δα, μην τα παραφουσκώνεις нет, не надо преувеличивать; έλα, μην κλαις πιά ну хватит, перестань плакать;έρχομαι κατ' επάνω — а) направляться, двигаться на кого-л.; — б) нападать, атаковать кого-л.;
Γιάννης πήγε, Γιάννης ήρθε погов, а) каким он был, таким и остался; б) с чем пошёл, с тем и вернулся; вернулся ни с чем
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κατόπιν ἑορτῆς. — κατόπιν ἑορτῆς. См. К шапочному разбору … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κατόπιν — behind indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατόπιν — και κατόπι (ΑΜ κατόπιν, Μ και κατόπι) επίρρ. 1. τοπ. έπειτα από κάποιον άλλο στη σειρά (α. «έρχεται κατόπι μου» β. «ἵδρυσε τὴν στρατιάν κατόπιν αὐτῶν», Πλούτ.) 2. χρον. ύστερα από κάτι, ακολούθως, μετά (α. «πήγαινε και εγώ θα έλθω κατόπιν» β.… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Τυπάλδος — Επώνυμο ευγενούς οικογένειας της Κεφαλονιάς, που καταγόταν από τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στο νησί τον 8o αι. Από τον 15o αι. πολλά μέλη της οικογένειας αυτής, που διαιρέθηκε σε πολυάριθμους κλάδους, άρχισαν να καταλαμβάνουν ανώτατα δημόσια… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek